-
1 ασκοπος
I21) неосмотрительный, безрассудный(οὔτ΄ ἄφρων οὔτ΄ ἄ. Hom.)
2) не взирающий, не обращающий внимания(οὐκ ἄ. τινος Aesch.)
3) незримый, невидимый(πλάκες, т.е. γῆς βάθρον Soph.)
4) непостижимый, непредвидимый(λώβα Soph.; τύχη Plut.)
5) непонятный, темный(ἔπος Aesch., Soph.)
6) необозримый, т.е. бесконечно долгий(χρόνος Soph.)
7) невообразимый, неслыханный(πρᾶγος Soph.)
II2бьющий мимо цели(ἄσκοπα τοξεύειν Luc.)
-
2 άσκοπος
η, ο [ος, ον ]1) бесцельный, бесполезный; напрасный;άσκοπη ενέργεια — бесцельный поступок;
2) нецелесообразный;3) см. αστόχαστος 1 -
3 άσκοπος
[аскопос] επ бесцельный, бесполезный, праздный. -
4 Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος– Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια• Дурная голова ногам покоя не даетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόποςБесцельный ум – двойная работа• Дурная голова ногам покоя не даетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος
-
5 Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια
Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος– Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια• Дурная голова ногам покоя не даетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόποςБесцельный ум – двойная работа• Дурная голова ногам покоя не даетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια
-
6 νού
σου ты выбрось это из головы;βάλτο καλά στο νού σου а) ты не забывай об этом; запомни раз и навсегда; б) ты серьёзно подумай об этом;πού είχες το νού σου — или πού ήταν ο νού σου; — о чём ты только думал?, куда ты смотрел?;
κάνω όξω νού быть беспечным, беззаботным;(έχε) το νού σου! будь внимателен!, будь осторожен!; να 'χουμε και το νού μας а) мы должны быть внимательными; б) мы не должны забываться;δεν κόφτει ο νού του — у него голова плохо соображает;
άσκοπος ο νού, διπλός ο κόπος — погов, дурная голова ногам покоя не даёт;
όξω νού και πέρα βρέχει погов. ему до лампочки
См. также в других словарях:
ἄσκοπος — 1 inconsiderate masc/fem nom sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκοπος — (I) η, ο (AM ἄσκοπος, ον) [σκοπώ ( έω)] 1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος 2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτος αρχ. 1. ο αθέατος, ο αόρατος 2. ο απροσδόκητος 3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί. (II) ἄσκοπος, ον (Α) [σκοπός]… … Dictionary of Greek
άσκοπος — η, ο επίρρ. α 1. άσκεφτος, αστόχαστος, απρονόητος: Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος (παροιμ. φράση). 2. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του, μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα: Έκαμε ένα σωρό άσκοπες δαπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκόπως — ἄσκοπος 1 inconsiderate adverbial ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc pl (doric) ἄσκοπος 2 aimless adverbial ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκοπον — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem acc sg ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem acc sg ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόποις — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόποισιν — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπου — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπων — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut gen pl ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκόπῳ — ἄσκοπος 1 inconsiderate masc/fem/neut dat sg ἄσκοπος 2 aimless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκοπα — ἄσκοπος 1 inconsiderate neut nom/voc/acc pl ἄσκοπος 2 aimless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)